πινακωτή

πινακωτή
η
1. σανίδι με χωρίσματα όπου τοποθετούνται τα άψητα ψωμιά για μεταφορά στο φούρνο.
2. είδος παιδικού παιχνιδιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πινακωτή — η, Ν 1. σανίδα με χωρίσματα ὁπου τοποθετείται το ψωμί για να μεταφερθεί στον φούρνο 2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού με επανάληψη τής φράσης πινακωτή πινακωτή, απ τ άλλο μου τ αφτί γιατί ναι ημάννα μου κουφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός… …   Dictionary of Greek

  • τράφηξ — και τράπηξ, ηκος, ὁ, ΜΑ 1. σανίδα ή τεμάχιο ξύλου στενό και επίμηκες, δοκάρι, παλούκι 2. δόρυ, ακόντιο 3. πλατιά σανίδα όπου τοποθετούσαν τα ζυμωμένα ψωμιά για τη μεταφορά τους στον φούρνο, η πινακωτή αρχ. (για πλοία) σκαλμός ή κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”